ἡσυχάζοντες

ἡσυχάζοντες
ἡσυχάζω
keep quiet
pres part act masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ομφαλόψυχοι — Καλόγεροι των μοναστηριών του Αγίου Όρους κατά τον 14o αι. Είναι γνωστοί και ως ησυχαστές ή ησυχάζοντες. Βλ. λ. ησυχαστές …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”